- παροργισμός
- ὁ, ΜΑ [παροργίζω]η ψυχική κατάσταση τής οργής η οποία έχει προκληθεί από κάποια αιτία («ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος ας έχετε κατευνάσει την οργή σας, ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροργισμός — provocation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροργισμός — ο βλ. παρόργιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροργισμοῖς — παροργισμός provocation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροργισμοί — παροργισμός provocation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροργισμοῦ — παροργισμός provocation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροργισμούς — παροργισμός provocation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροργισμῷ — παροργισμός provocation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροργισμόν — παροργισμός provocation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόργιση — η [παροργίζω] ο παροργισμός … Dictionary of Greek
ԶԱՅՐԱՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0711 Chronological Sequence: Early classical գ. παροργισμός, μα concitatio ad iram Գրգռութիւն ʼի զայրոյթ. եւ Ցասումն. *Վասն զայրացութեանցն, որովք զայրացոյց զնա Մանասէ. ՟Դ. Թագ. ՟Ի՟Գ. 26 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)